- τρισχιλιοστός
- -ή, -ότακτ. αριθμ., που έχει σε αριθμητική σειρά τον αριθμό 3.000: Τρισχιλιοστό έτος π.Χ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τρισχιλιοστός — ή, ό / τρισχιλιοστός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που κατέχει στη σειρά τη θέση τρεις χιλιάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισχίλιοι + κατάλ. οστός (πρβλ. πεντακοσι οστός)] … Dictionary of Greek
τρισχιλιοστόν — τρισχῑλιοστόν , τρισχιλιοστός three thousandth masc acc sg τρισχῑλιοστόν , τρισχιλιοστός three thousandth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισχιλιοστοῦ — τρισχῑλιοστοῦ , τρισχιλιοστός three thousandth masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρισχιλιοστῷ — τρισχῑλιοστῷ , τρισχιλιοστός three thousandth masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)